- κυβιστώ
- και κυβισταίνω (Α κυβιστῶ, -άω, ιων. τ. κυβιστέω)βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και αναστρέφομαι, κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπα («ἦ μάλ' ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῑα κυβιστᾷ», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για ψάρι) βυθίζομαι, βουτώ («ὑπὲρ πόντοιο κυβίστεον ἀσπαλιῆες», Οππ.)2. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσια («ἐς μαχαίρας κυβιστᾶν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν το κυβιστής ήταν προγενέστερο θα προερχόταν από *κυβίζομαι, οπότε το κυβιστῶ θα παραγόταν από το κυβιστής. Το ρ. κυβιστῶ συνδέεται πιθ. με τη λ. κύβηκεφαλή (Ησύχ.). Είναι πιθ., εξάλλου, να παράγεται το ρ. από το ουσ. κύβος, οπότε θα είχε τη σημ. «κυλώ όπως το ζάρι»].
Dictionary of Greek. 2013.